- υπείλλω
- και ὑπίλλω ΜΑφρ. «ὑπείλλω στόμα»μτφ. α) κρατώ το στόμα μου κλειστό, σιωπώβ) αποκρύπτω κάτιαρχ.συστέλλω, συμμαζεύω, κουλουριάζω («οὐρὰν ὑπίλλει ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετο», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἴλλω / ἴλλω «στρέφω, γυρίζω γύρω γύρω, περιτυλίσσω, μαζεύω, συστέλλω» (βλ. και λ. είλω)].
Dictionary of Greek. 2013.